- ντοπιολαλιά
- ητοπική γλωσσική διάλεκτος, γλωσσικό ιδίωμα, γλώσσα ιδιωματική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντοπιολαλιά — η τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, τοπική διάλεκτος (τραγούδια τών πολεμιστάδων σ όλες τις ντοπιολαλιές», Βάρναλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ντόπιος + λαλιά] … Dictionary of Greek